- ὀλοιός,
- ὀλοιός, u. ὀλοίϊος, verderblich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ολοιός — ὀλοιός, ή, όν (Α) (ποιητ. τ.) βλ. ολοός … Dictionary of Greek
ὀλοιόν — ὀλοιός masc/fem acc sg ὀλοιός neut nom/voc/acc sg ὀλοός destructive masc acc sg (epic) ὀλοός destructive neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολοός — (I) ὀλοός και ὀλοιός και ὀλος, ή, όν και οὐλοός και ὀλώϊος και ὀλοίϊος, ον (Α) 1. θανατηφόρος, ολέθριος, καταστρεπτικός («θεῶν ὀλοώτατε πάντων», Ομ. Ιλ.) 2. (σπαν. με παθ. σημ.) κατεστραμμένος, χαμένος («ὀλοοὺς ἀπέλειπον Τυρίας ἐκ ναὸς ἔρροντας» … Dictionary of Greek